Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Ο ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ


Τον «γνώρισα» μαζύ της. Από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε, μου είπε πώς είναι τα πράγματα στο γραφείο της. Η πίεση που υφίσταται καθημερινά. Εργασιακή και …. «άλλη» …… Δουλειά, παραξενιές, ενοχλήσεις διάφορες ….. Μέσα σε όλα ….. και μια σχεδόν εύθυμη νότα.

Ο συνάδελφος Αντώνης ….. κρυφά ή μάλλον φανερά ερωτευμένος μαζύ της. Ευγενικός, διακριτικός, από τις περιγραφές και διηγήσεις της σχεδόν «γραφικός» …..

Μας φάνηκε χρήσιμος κάποια στιγμή. Όταν εκείνη βρέθηκε να κρατάει ένα λουλούδι και κάποια CDs δικά μου ….. «δώρο του Αντώνη» …. δικαιολογήθηκε……

Ακίνδυνος ο Αντωνάκης, καμμιά απειλή για κανέναν.

Ούτε εγώ αισθάνθηκα απειλή. Ηταν «δική» μου, δεν με πείραζε ο θαυμασμός των άλλων …. κολακευόμουν κιόλας …. είχα αυτό που ποθούσαν άλλοι …. που δεν θα είχαν ποτέ …..

Στη δεύτερη φάση της γνωριμίας μας, στον «δεύτερο κύκλο» μας … ο Αντώνης έγινε λίγο, πολύ λίγο, πιο αδιάκριτος……. ήθελε να μένουν μαζύ αργά και να μιλάνε …. ποτέ δεν έπαιρνε (φαίνεται) το θάρρος να προχωρήσει τη συζήτηση, να της εκφράσει τα πραγματικά του αισθήματα, να προτείνει κάτι, μια συνάντηση εκτός δουλειάς …..

Εκείνη, μιλώντας μαζύ μου στο τηλέφωνο, του έκοψε τον αέρα αμέσως …. «δεν μπορώ τώρα Αντώνη, θέλω να μιλήσω στο τηλέφωνο» ….. 3 μέτρα ψηλός αισθάνθηκα. Για μένα … για να μιλήσει μαζύ μου ….. έδιωξε (λίγο απότομα) τον κακομοίρη συνάδελφο.

Ημουν ο δικός της. Ο άνθρωπός της. Η σχέση της. Που ήθελε να συζητήσει. Σοβαρά και αστεία. Προβλήματα και όνειρα. Συνηθισμένα και …. πονηρά.

Αισθάνθηκα οίκτο για τον συνάδελφό της. Αλλά η χαρά μου δεν με άφησε να ασχοληθώ περισσότερο με την περίπτωσή του.

Αλαζονεία το λέω τώρα. Ημουν «καλύτερος» από εκείνον. Εκείνος ποθούσε βουβά. Εγώ «είχα» ….. Αυτό που δεν μπορούσε εκείνος το είχα κατακτήσει εγώ.

Θεία δίκη όμως …. η χαρά μου δεν κράτησε πολύ. Και όταν οι «θεοί» τιμωρούν …. τιμωρούν παραδειγματικά.

Εφτασα να τον ζηλεύω …. γιατί?

Γιατί εκείνος ήταν πάντα κοντά της. Γιατί την έβλεπε (και τη βλέπει) καθημερινά. Γιατί τώρα πια μπορεί να «μιλάνε». Ποιος ξέρει κι’ αν δεν βρήκε το θάρρος να κάνει το βήμα? Και ποιος ξέρει αν κι’ εκείνη δεν βρέθηκε στην ανάγκη μιας τρυφερής παρουσίας κοντά της ?….. Υπερβάλω, το πιθανότερο να μη συνέβη τίποτα. …..

Αλλά ήταν τα γενέθλιά της …… εγώ βουβός, αδύναμος, φιμωμένος από επιθυμία της, να τη σκέφτομαι και να της εύχομαι από μακριά ….. χωρίς λόγια, χωρίς καμμιά επικοινωνία, μόνο με τη δύναμη του μυαλού μου. Εκείνος κοντά της, να μπορεί να της ευχηθεί, να την αγκαλιάσει, να τη φιλήσει, έστω τυπικά, να της κάνει δώρο, να γευτεί το κέρασμά της ….

Ηταν και η γιορτή του … του Αγίου Αντωνίου ….. ζήλεψα το φιλί που θα του έδωσε …. τα ζεστά «χρόνια πολλά» που θα του είπε….. ήρθε και η δική μου γιορτή …. πολλοί μου είπαν χρόνια πολλά, αλλά εκείνη ούτε που θυμήθηκε ότι κάποιος που βρέθηκε κάποιες στιγμές τόσο κοντά της γιόρταζε και περίμενε με αγωνία τις ευχές της.

Με πίκρα σκέφτομαι πως …. ήθελα να είχα γνωρίσει και από κοντά τον Αντώνη. Ηθελα να τον ήξερα στην όψη, ίσως καλύτερα θα ήταν να μας είχε συστήσει. Γιατί ήθελα να είχα τη δυνατότητα να πάω να τον βρω τώρα, να του πω ποιος είμαι … Ποιος είμαι? Ενας «συνάδελφός» του …. ερωτευμένος με τη ίδια μ’ εκείνον γυναίκα. Να μάθω νέα της απ’ το στόμα του. Να τα πούμε σαν φίλοι, να πιούμε ένα ποτό μαζύ και να πούμε τον πόνο μας.

Στην υγειά της, «συνάδελφε» ……

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

ΠΟΡΤΟΥΛΕΣ ΜΟΥ

Κάποια άψυχα πράγματα μπορούν να γίνουν σημαντικά για μας. Από το τίποτα. Και για το τίποτα. Και να σημαίνουν τα πάντα.

ΠΟΡΤΑ 1

Στην αρχή της γνωριμίας μας … όταν δεν σε είχα δει ακόμα. Όταν μιλάγαμε. Και στο τηλέφωνο. Είχε φτάσει πια η στιγμή να βρεθούμε. Οι μέρες ήταν περίεργες, γεμάτες απασχόληση και για τους δυο μας. Η επιθυμία όμως αμοιβαία και έκδηλη.

Βρέθηκα λίγες μέρες στο εξοχικό μου. Μιλούσαμε μέσα από τα κινητά (θυμάσαι; επέμενες να με παίρνεις κι’ εσύ κάποιες φορές, για να μη χρεώνομαι μόνο εγώ!)

Σου τηλεφώνησα και μέσα από το σπίτι – τι θράσος! Μου είπες να μιλήσουμε το απογευματάκι, όπως είχαμε κανονίσει τις προηγούμενες μέρες. Μετά από ώρες που μου φάνηκαν αιώνες, έφτασε η πολυπόθητη στιγμή. Βγήκα από το σπίτι και έψαξα χώρο να σταματήσω για να σου μιλήσω. Βρήκα, λίγο πιο πέρα. Μια πόρτα. Γκαραζόπορτα. Με αρκετό χώρο για να παρκάρω με ασφάλεια το αυτοκίνητο.

Μιλήσαμε. Μισή ώρα, ίσως και παραπάνω. Ημουν ανυπόμονος να σε συναντήσω. Ησουν γλυκιά και τρυφερή ….. Θέλαμε κι’ οι δυο …..

Πέρασε ο καιρός, ήρθαν τα πάνω κάτω. Επαψες να με θέλεις, ξαφνικά. Και επίμονα.

Η πόρτα στη θέση της. Πάντα στο δρόμο μου προς το χωριό. Πάντα τη βλέπω και αναστενάζω, μεγαλόφωνα ή βουβά.

Αναπολώ την εποχή που είχα το δικαίωμα να σου μιλάω, να σε παίρνω τηλέφωνο και να ακούω τη γλυκιά, απαλή φωνή σου. Το πνιχτό γέλιο σου. Να κάνουμε μαζύ όνειρα.

Μου το στέρησες το δικαίωμα αυτό Παρά τις όσες προσπάθειες έχω κάνει.

Περνάω από τη Πόρτα μου και αναστενάζω …….

….. Πορτούλα μου! ……….

ΠΟΡΤΑ 2

Κι’ όμως ξαναγύρισες. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί. Αλλά γύρισες πάλι. Και ήσουν, για λίγο, πάλι δική μου.

Τελευταία φορά που σε είδα. Κοντά στη δουλειά σου. Είχαμε δώσει ραντεβού για να πάρουμε το καινούργιο σου κινητό, θυμάσαι?

Σε συνάντησα έξω από το γραφείο σου. Με πήρες τηλέφωνο για να με προειδοποιήσεις, να μη σε αγγίξω, να μη σε φιλήσω στο δρόμο, φοβόσουν μη σε δει κανείς …… Συμμορφώθηκα, με κόπο …. περπατούσαμε μαζύ …. αλλά ένιωθα άβολα, ήθελα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Το κατάλαβες, πάντα καταλάβαινες τις ανάγκες μου. Εκεί που περπατούσαμε …. χώθηκες ξαφνικά σε μια είσοδο πολυκατοικίας! Στάθηκες μπροστά στην εξώπορτα και με κοίταξες με χαμόγελο. Ανταποκρίθηκα, ήρθα κοντά σου, σε έλιωσα στην αγκαλιά μου ….. ρούφηξα τα χείλη σου …. θυμάσαι, το κραγιόν σου μου λέρωσε τον άσπρο γιακά του πουκάμισού μου ….. στεναχωρέθηκες, προβληματίστηκα αν θα έβγαινε, αλλά μέσα μου ήθελα να μείνει για πάντα εκεί, απόδειξη και ανάμνηση του φιλιού σου (έφυγε με λίγο νεράκι αργότερα, ευτυχώς …. ή δυστυχώς!).

Μείναμε λίγη ώρα, μπροστά από εκείνη την πόρτα. Πολλά είπαμε, πολλά κάναμε …. για πρώτη φορά μαζύ σου, ξεπέρασα τον εαυτό μου και τις αναστολές μου και έγινα λίγο πιο τολμηρός, κάτι που έπρεπε να είχα κάνει από την πρώτη στιγμή.

Χωρίσαμε μετά από μερικά λεπτά. Χωρίς πάλι να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω. Δεν ήξερα τότε ότι ήταν η τελευταία φορά που σε έβλεπα. Δεν ήξερα ότι μια δυο μέρες μετά ….. θα σε έπιανε η ακατανόητη τάση απομόνωσης από εμένα. Αυτή τη φορά για πάντα.

Θυμάμαι όταν πέρασες τη λεωφόρο για να επιστρέψεις στη δουλειά σου ….. στεκόμουν και σε κοιτούσα. Σου φώναζα βουβά «Γύρνα, γύρνα …….» Και με άκουσες. Και γύρισες και με χαιρέτησες και πάλι με το χέρι σου κι’ ένα πλατύ χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο είναι το τελευταίο που θυμάμαι από σένα.

Όταν κατεβαίνω στο Κέντρο για δουλειές, το λεωφορείο περνάει ακριβώς μπροστά από εκείνην την πόρτα …… απαραίτητος και αβίαστος βγαίνει ο αναστεναγμός, καμμιά φορά και εις επήκοον των συνεπιβατών ……

….. Πορτούλα μου!..........

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

ΣΤΟ ΜΕΤΡΌ


Κατέβηκα στο κέντρο χθες. Με το μετρό φυσικά. Τι εξυπηρετικό που είναι!

Κάθισα στις αντικριστές θέσεις ….. Μια και η διαδρομή είναι όλη υπόγεια (σε αντίθεση με τον παλιό, καλό κι’ αυτόν, «ηλεκτρικό») …. δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς στην τροχιά του τρένου και το μάτι περιπλανήθηκε στους χώρους του βαγονιού. Απέναντί μου ακριβώς, ξεχώριζε μια καινούργια διαφήμιση εταιρείας παπουτσιών.

Μια πολύ όμορφη γυναίκα, καθισμένη ανέμελα σε μια καρέκλα σκηνοθέτη. Φορούσε ένα αέρινο λευκό φόρεμα, που της έδινε περίσσια θηλυκότητα, και …. πάνινα παπούτσια, που χάλαγαν όλη την αριστοκρατική εικόνα της, την λεπτή ομορφιά της.

Απέσυρα το βλέμμα μου προσωρινά, για να διαπιστώσω ότι από μόνο του επανήλθε στη φωτογραφία …… Ηταν πράγματι τόσο όμορφη η γυναίκα?

Ηταν αλλά …..

…. αλλά δεν δικαιολογούσε και την τρίτη φορά που τα μάτια μου σταμάτησαν την άσκοπη περιπλάνησή τους στο χώρο του βαγονιού και εστίασαν και πάλι στην αφίσα.

…..πολύ δε περισσότερο την τέταρτη, την πολλοστή. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί με τράβαγε τόσο πολύ η εικόνα της γυναίκας αυτής στη φωτογραφία. Ομορφη, σίγουρα, κομψή, χαμογελαστή …. αλλά γιατί τόση επιμονή? Δεν έμοιαζε σε κάποια, δεν θύμιζε κάποια ή κάτι ……

…. θύμιζε? Κάτι …. κάτι πάνω της ….. μου ήταν οικείο. Κάτι δονούσε χορδές μέσα μου ….. κάτι που το μάτι δεν ξεχώριζε, αλλά ο εγκέφαλος, το υποσυνείδητο ίσως, αποκωδικοποιούσε και έκανε ιδιαίτερα αρεστό.

Συγκεντρώθηκα περισσότερο πάνω της …. ανέλυσα τα χαρακτηριστικά. Τι είπα πριν? «Ομορφη, κομψή, χαμογελαστή ….» …… Ναι, αυτό ήταν …. τώρα το κατάλαβα. Το χαμόγελό της!

Το χαμόγελο της Χ ! Όπως το θυμάμαι ζωντανό από τις λίγες συναντήσεις μας. Όπως το έχω αποτυπωμένο στις επίσης ελάχιστες φωτογραφίες της που έχω, που μου εμπιστεύθηκε όταν ακόμα με ήθελε.

Μεγάλο, πλατύ, ζεστό χαμόγελο. Σαρκώδη χείλη (για φίλημα!), ολόλευκη, αψεγάδιαστη οδοντοστοιχία. Με μια δόση μελαγχολίας, που έκανε το πρόσωπό της ακόμα πιο ενδιαφέρον, πιο θελκτικό. Και μια μικρή υπόνοια μυστηρίου να πλανάται στις άκρες των χειλιών της.

Όλα αυτά τα είχε η άγνωστη γυναίκα της διαφήμισης. Όλα αυτά ήρθαν και ξύπνησαν μνήμες που ποτέ δεν κοιμήθηκαν. Που περιμένουν το παραμικρό «κέντρισμα» για να σηκωθούν από την καταστολή τους, να κυριέψουν νου και σώμα, σαν να μην έφυγαν ποτέ. Και πώς να φύγουν? Χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που τα μάτια μου είδαν ζωντανό το χαμόγελο. Καρφωμένο όμως στη μνήμη. Ανεξίτηλα. Με αρωγούς και ακοίμητους υπενθυμιστές τις φωτογραφίες της, που το χαμόγελό της δίνει λάμψη στον περιβάλλοντα χώρο.

Θα το ξαναδώ άραγε κάποτε αυτό το χαμόγελο? Να σκορπίζει χαρά, αισιοδοξία, ζεστασιά …. σ’ όλον τον κόσμο που το αντικρίζει, μα περισσότερο σ’ εμένα, αν τύχαινε εγώ να ήμουν η αιτία της ύπαρξής του?

Ονειρα πάλι ….. κι’ αφού δεν ζούμε σ’ έναν κόσμο ονειρικό, αλλά στην πραγματικότητα ….. Τέλος.

ΥΓ …. Η φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτηση αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι η ίδια η φωτογραφία, από τη διαφήμιση που προκάλεσε τους συνειρμούς μου …… Αποδεικτικό στοιχείο της ζεστασιάς εκείνου του χαμόγελου……..

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

ΣΕΙΣΜΟΣ


Κυριακή απομεσήμερο.

Μετά από μπάνιο στη θάλασσα.

Η χαύνωση που ακολουθεί

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι …. η τηλεόραση παίζει …. χωρίς να την παρακολουθώ. Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.

Ένα ελαφρύ τρέμουλο …. μπα, ο γάτος θα ανέβηκε στο κρεβάτι, αναζητώντας χάδια και χουζούρι.

Το τρέμουλο συνεχίζεται. Δυναμώνει …… συμπληρώνεται από ήχο, το τρίξιμο του ξύλινου πατώματος ….. ναι, είναι σεισμός …..

Ψυχραιμία. Πρώτη φορά είναι? Καρτερική παρακολούθηση του φωτιστικού που κάνει τις παιχνιδιάρικες ταλαντώσεις του.

Τελείωσε …. όπως πάντα φάνηκε ότι κράτησε ώρα …. δεν ήταν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα.

Δεν φάνηκε σαν κάτι απειλητικό. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις πόσο μακριά ήταν …. όσο πιο μακριά, τόσο περισσότερες ζημιές θα έκανε.

Η τηλεόραση αποκτά ενδιαφέρον. Αρχίζουν οι πρώτες εκτιμήσεις. Τα πρώτα στοιχεία. Οι πρώτες ανταποκρίσεις.

Τελικά δεν ήταν κάτι ασήμαντο. Ανθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Αλλοι τραυματίστηκαν. Πολλοί έχασαν τα σπίτια, τις περιουσίες τους. Ολοι τρόμαξαν.

Κι’ εγώ ….. στον κόσμο μου. Να σκέπτομαι εσένα.

Πάντα σε τρόμαζαν οι σεισμοί. Μακάρι να μην τον κατάλαβες. Να ήσουν κάπου, στη θάλασσα ίσως, και να μην ένιωσες τίποτα.

Αν όμως ήσουν σπίτι σου? Αν αισθάνθηκες το τρέμουλο της γης? Ηταν κάποιος κοντά σου να σου κρατήσει το χέρι, να σε καθησυχάσει?

Αδύναμος ο άνθρωπος μπροστά στη δύναμη του σεισμού. Ο τρόμος φυσιολογικός και δικαιολογημένος.

Μικρή η παρηγοριά του «ψύχραιμου». Τα καθησυχαστικά του λόγια μπορεί κάθε στιγμή να τα αναιρέσει ένας δυνατός μετασεισμός.

Κι’ αυτήν τη στιγμή ήθελα να ήμουν κοντά σου. Να σου κράταγα το χέρι, να σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Να σε προφύλαγα (λες και μπορούσα!) από κάθε κίνδυνο. Ακόμα και από τον σεισμό. Να άκουγα πάνω στο στήθος μου το τρελλό χτύπημα της τρομαγμένης καρδούλας σου. Και να προσπαθούσα να σε ηρεμήσω με λόγια, με χάδια, μ’ ένα φιλί……

Καλό κουράγιο στους ανθρώπους που δοκιμάζονται από τις συνέπειες του σεισμού.

Ψυχραιμία σ’ εσένα …….

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Μ' ΕΝΟΧΛΕΙ


Δεν με ενοχλεί που είσαι τόσον καιρό μακριά μου.

Δεν με ενοχλεί που διάλεξες μόνη σου αυτόν το δρόμο, χωρίς να με σκεφτείς ποτέ. Σου έδειξα όλον αυτόν τον καιρό ότι σέβομαι τις αποφάσεις σου. Δεν μπορώ, δεν μου επιτρέπω να παραβώ την επιθυμία σου.

Μ’ ενοχλεί που δεν ξέρω πού βρίσκεσαι. Που δεν ξέρω τι κάνεις. Αγνοώ τι περνάς κάθε στιγμή. Αλλά ξέρω το φορτίο που κουβαλάς. Και είναι απίστευτα βαρύ για τις αδύναμες πλάτες σου. Και εγώ δεν είμαι εκεί. Εγώ με τη φαρδιά πλάτη και τη μυική αλλά και ψυχική (υποτίθεται) δύναμη … απουσιάζω από δίπλα σου. Όχι γιατί το θέλω εγώ. Γιατί μου το απαγορεύεις εσύ.

Μ’ ενοχλεί που θέλω να σου πω ένα «Γεια» …. «Κουράγιο» …. «Είσαι πολύ δυνατή, θα τα καταφέρεις» ….. κι’ εσύ κλείνεις κάθε μέσο επικοινωνίας, γκρεμίζεις κάθε γέφυρα που χτίζω για να μας ενώσει, έστω και προσωρινά, έστω και απομακρυσμένα.

Μ’ ενοχλεί που κάθε όμορφη στιγμή που ζω έρχεται να την δηλητηριάσει η απουσία σου. Που κάθε ομορφιά που αντικρίζω ή αισθάνομαι, στο πρωινό, στο χρώμα της θάλασσας, στη μυρωδιά ενός λουλουδιού, στη λάμψη του φεγγαριού, δεν έχει το αυτονόητο για μένα συμπλήρωμα, εσένα πλάι μου.

Μ’ ενοχλεί η έλλειψη λόγου, αιτίας, εξήγησης της συμπεριφοράς σου. Θάθελα να σου είχα κάνει κάτι κακό. Να σε είχα πληγώσει. Να σε είχα κάνει να εκραγείς. Για να έχω έναν καλό λόγο για όσα συμβαίνουν. Να είχα κάποιον να τα βάλω μαζύ του. Τον εαυτό μου.

Μ’ ενοχλεί η σιωπή σου. Η εκκωφαντική σιωπή σου. Τα λόγια που αρνείσαι να μου πεις. Ακόμα και τα λόγια τα δικά μου που αρνείσαι να ακούσεις.

Μ’ ενοχλεί που δυο φορές βρεθήκαμε τόσο κοντά. Και που και τις δυο, χωρίς καμμια αληθοφανή εξήγηση, με έδιωξες, με διέγραψες.

Μ’ ενοχλεί που τάχω όλα …. εκτός από σένα

Μ’ ενοχλεί που χρειάζεσαι τόσα ….. .και δεν απλώνεις το χέρι να πάρεις το δικό μου, να σε στηρίξει και να σε γαληνέψει το άγγιγμά του. .

Μ’ ενοχλεί που γυρνάς σπίτι το βράδυ και κλαις …. κι’ εγώ δεν είμαι εκεί να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να πάρω τη μοναξιά και τον πόνο σου.

Μ’ ενοχλεί που κοιμάσαι μόνη τα βράδια ….. αν κοιμάσαι

Μ’ ενοχλεί που δεν έχεις κάποιον να σ’ αγαπάει όπως εγώ.

Μ’ ενοχλεί που ποτέ δεν με άφησες να σου μιλήσω για τα αισθήματά μου.

Μ’ ενοχλεί που δεν ξέρεις καν …. τι μ’ ενοχλεί

Μ’ ενοχλεί που δεν υπάρχω για σένα

Μ’ ενοχλεί που με αγνοείς

ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ


Το ξαναφόρεσα. Χθες το βράδυ.

Ένα απλό, γαλάζιο πουκάμισο. Καλό, αρκετά καλό. Γνωστής φίρμας (όχι από τις πασίγνωστες). Τίποτα το εξαιρετικό. Θεώρησα όμως ότι μου πήγαινε.

Και γι’ αυτό … το φόρεσα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Μ’ αυτό με αντίκρισε ….. Και μετά το ξαναφόρεσα πολλούς μήνες αργότερα, όταν με λυμένα πόδια από τη συγκίνηση την ξανασυνάντησα. (Θα έλεγε η γυναίκα ότι δεν έχω άλλο πουκάμισο, με το ίδιο κυκλοφορώ, …… πού να ήξερε….)

Και από τότε ….. ποτέ ξανά. Σχεδόν. Ναι, το ομολογώ. Το έβαλα πάλι σε κάποια συνάντηση με μιαν άλλη …. νομίζοντας ότι θα επαναλάβω τη μαγεία της πρώτης φοράς. Τότε που νόμιζα ότι ήταν θέμα χρόνου (άντε και λίγο τύχης) η εύρεση της «αντικαταστάτριάς» της. Τότε που δεν είχα καταλάβει ακόμα πού βρισκόμουν.

Η απογοήτευση τεράστια, φυσικά. «Τζάμπα το φόρεσα» …. σκέφτηκα γυρίζοντας σπίτι. Δεν ξαναβγήκε από την ντουλάπα μου. Πλυμμένο και καλοσιδερωμένο έστεκε εκεί. Δεν υπήρχε λόγος. Οποια κι’ αν συναντούσα, πήγαινα όπως ήμουν. Περιποιημένος μεν, όχι μ’ αυτό όμως. Αυτό ανήκε σ’ εκείνην, το είχε κάνει με τον τρόπο της δικό της.

Μέχρι χθες …. βραδινή έξοδος, με φιλικοοικογενειακή παρέα. Ψιλοαδιάφορη, ψιλοευχάριστη έξοδος, «Γέμισμα κενού χρόνου» μάλλον.

Ημουν ακόμη θυμωμένος. Όχι μαζύ της, με τον εαυτό μου πάντα. Με την αδυναμία μου να τη φέρω κοντά μου, με την συνεχόμενη παταγώδη αποτυχία μου να τραβήξω την προσοχή της, με την επιμελημένη ικανότητά μου να προκαλώ την οργή της (υποθέτω…..)

Σκέφτηκα να βάλω ένα τέλος. Μέχρι πότε θα περίμενα την «πριγκιποπούλα» που θα ήταν άξια να με ….. απολαύσει στο γαλάζιο πουκάμισο? Τέλος. Δεν θα το φορούσα για καμμιά, μόνο για μένα. Για το κέφι μου.

Το ξεκρέμασα σβέλτα (μην τυχόν και το μετανιώσω?) Το πήρα στα χέρια μου …… άρχισε να επιδρά πάνω μου. Το κοίταξα κρατώντας το προσεκτικά. Το μύρισα …. περίμενα να με χτυπήσει στα ρουθούνια το συγκλονιστικό άρωμά της ….. μα τι λέω, σκέφτηκα, χρόνια έχουν περάσει, το άρωμά της θα μυρίζει?

Κρατώντας το μπήκα στο μπάνιο, το άφησα με στοργή πάνω στον πάγκο και μπήκα στη μπανιέρα. Οση ώρα έτρεχε πάνω μου το νερό, έριχνα κλεφτές ματιές σ’ εκείνο. Δεν ξέρω τι περίμενα να δω. Αλλά δεν το άφηνα να φύγει για πολύ από το οπτικό πεδίο μου.

Βγήκα γρήγορα και σκουπίστηκα. Το ξανάπιασα για να το φορέσω. Δεν το έκανα αμέσως. Το κράτησα λίγο στα χέρια μου. Το κοίταξα προσεκτικά. Σχεδόν το χάϊδεψα. Από την αριστερή του πλευρά. Εκεί που είχε ακουμπήσει το κεφάλι της. Εκεί που ακούμπησε το στήθος της. Το γύρισα πίσω … κοίταξα την πλάτη … περίμενα να δω τα αποτυπώματα από τα χέρια της όταν με έσφιξε κάποια στιγμή δυνατά πάνω της.

Για να δώσω τέλος στη συγκινησιακή φόρτιση, το φόρεσα σβέλτα. Ολοκλήρωσα το ντύσιμό μου ….. βγήκα στο μπαλκόνι περιμένοντας. Ενας δροσερός αέρας είχε σηκωθεί. Απόμεινα να χαίρομαι την πνοή του …. όμως κάτι με ενοχλούσε, κάτι κέντριζε ακόμα τις αισθήσεις μου. Δεν το συνειδητοποίησα αμέσως. Όμως η συνεχόμενη όχληση με έκανε να το ψάξω …. Ηταν μια μυρωδιά. Την έφερνε ο αέρας στα ρουθούνια μου. Μια γνώριμη, ανεπαίσθητη μυρωδιά. Ευχάριστη, οικεία, αλλά μέσα στη σύγχυση, μπερδεμένη.

Δεν χρειάστηκε πολύ να καταλάβω. Δεν ήταν το δικό της άρωμα φυσικά. Ηταν το δικό μου, η δική μου «καλή» κολώνια! Όχι, δεν είχα βάλει ακόμα, το κάνω πάντα πριν φύγω από το σπίτι. Μύριζε όμως το πουκάμισο. Όχι από εκείνη τη φορά (με ρώτησε τι κολώνια φοράω, γεμάτος περηφάνια της είπα το σπάνιο, για την εποχή, νέο απόκτημά μου), αλλά από κάποια μεταγενέστερη. Είχε μείνει πάνω του …. καλά φυλαγμένη ανάμνηση μέσα στον κλειστό χώρο της ντουλάπας είχε διατηρηθεί. Ρίγη με διέτρεξε ….. Όχι τόσο για τη δική μου οσφρητική αποφορά όσο για την ανάμνηση της δικής της.

Τη ρώτησα κι ‘ εγώ ποιο είναι το άρωμά της, αυτό που μαζύ με όλα τα άλλα αναστάτωνε τις αισθήσεις μου. Μου είπε …… ααααχ, δεν θυμάμαι τι μου είπε! Όταν μετά από λίγον καιρό μου ανακοίνωσε ότι δεν θα υπάρξει συνέχεια της μεταξύ μας ιστορίας …. το σοκ ήταν μεγάλο φαίνεται για τον κουρσεμένο εγκέφαλό μου. Εκανε delete σε πολλές λεπτομέρειες ….. επιλεκτικό block σε πληροφορίες χρήσιμες μεν, ανούσιες δε μέσα στο πλήθος των σοβαρότερων που έπρεπε να επεξεργαστεί. Ετσι χάθηκαν και τα bytes του αρώματός της.

Απόμεινα με το δικό μου …. και την αίσθηση του πουκάμισου πάνω μου …. ασυναίσθητα τα χέρια μου ακουμπούσαν πάνω του (αν με είδε κάποιος από το μπαλκόνι απέναντι, θα με πέρασε τουλάχιστον για … Νάρκισο, να χαϊδεύομαι !). Ηθελα όμως να ακουμπήσω εκεί που άγγιξε, να αισθανθώ το αποτύπωμα της παλάμης της, το ανεπαίσθητο χάδι της …..

Η βραδιά κύλησε ευχάριστα ….. αργά επιστροφή σπίτι ….. Γδύθηκα, με πρώτη κίνηση το βγάλσιμο του πουκαμίσου. Το έβαλα στην κρεμάστρα του ξανά ….. δεν ήθελα να το πετάξω στα άπλυτα ακόμα. Ηθελα να είναι εκεί, να μου θυμίζει τη σημερινή μέρα … .τη «νίκη» μου …. που το ξαναφόρεσα για τον κανέναν! Ή για μένα…….

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

ΕΝΑ ΒΡΟΧΕΡΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ


(φανταστικό)

Δεν φαινόταν ο καιρός. Με ήλιο ξημέρωσε. Λαμπερό και ζεστό, ανυψωτή του φρονήματος και σκανδαλιστή της διάθεσης. Όλα έμοιαζαν τέλεια.

Βρεθήκαμε στις δουλειές μας. Ο καθένας με το πρόγραμμά του. Φορτωμένο και των δυο. Με τη σκέψη όμως ο ένας στο άλλον. Με τη γλυκιά προσμονή του τέλους της δουλειάς, της απογευματινής ή βραδινής συνάντησης. Του φιλιού που θα τη σφράγιζε. Της ζεστασιάς που θα πλημμύριζε το είναι και των δυο μας.

Στα μικρά και σύντομα διαλείμματα το τηλέφωνο υπενθυμίζει τη χαρά. Ένα «γεια σου, είσαι καλά?» …… «έχεις πολύ δουλειά?» ….. «σε πιέζουν πολύ?» ….. απλές καθημερινές ερωτήσεις …. που δεν περιμένουν απαντήσεις, αλλά μόνο το άκουσμα της φωνής, το χάϊδεμα των αυτιών και της ψυχής από το λόγο της αγαπημένης ύπαρξης.

Τελειώνει όμως η εργάσιμη μέρα. Εγώ, όπως πάντα, μη έχοντας να δώσω λογαριασμό σε πολλούς (κανέναν?) …. χαλαρός και έτοιμος για αναχώρηση. Εσύ …. πιεσμένη, μέχρι να φύγουν όλοι και να ηρεμήσεις λίγο, πριν φύγεις κι’ εσύ για το σπίτι σου.

Κοιτάζω από το παράθυρό μου ….. πού πήγε ο ήλιος? Δεν υπάρχει πουθενά. Η λάμψη του χάνεται και αυτή σιγά σιγά. Σκοτεινά σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. Οσο πάει και σκοτεινιάζει περισσότερο. Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι θα βρέξει και θα βρέξει πολύ.

Σε σκέφτομαι …. δεν θέλω να σε ανησυχήσω όμως, δεν σε παίρνω τηλέφωνο. Τα είπαμε πριν λίγο εξ άλλου.

Σηκώνομαι και παίρνω την ομπρέλα που έχω πάντα στο γραφείο μου, για ώρα ανάγκης …… όπως τώρα. Όχι από τις μικρές, τις σπαστές. Μεγάλη, με ξύλινο μπαστούνι ….. «για δύο» …. όπως με χαμόγελο σκέφτομαι …..

Δεν παίρνω το αυτοκίνητο. Περνάω το δρόμο και παίρνω το λεωφορείο. Ετσι κι’ αλλιώς έξω από τη δουλειά σου σχεδόν κάνει στάση.

Στη διαδρομή πέφτουν οι πρώτες χοντρές στάλες στα τζάμια. Δεν αργούν να γίνουν μπόρα. Χαμογελάω. Είχα δίκιο ……

Εφτασα. Κατεβαίνω, ανοίγοντας την ομπρέλα. Τη χτυπάνε δυνατά οι βαριές στάλες. Στο δρόμο έχουν αρχίσει να σχηματίζονται τα πρώτα ρυάκια, κάπου κάπου αρκετά ορμητικά.

Φτάνω μπροστά στην είσοδο της δουλειάς σου. Ο κόσμος λιγοστός βγαίνει και εκπλήσσεται με τη δύναμη της βροχής. Ψάχνει τρόπους να προφυλαχτεί, απροετοίμαστος όπως είναι. Κάποιοι κοιτούν με ζήλεια την ομπρέλα μου.

Δεν αργείς. Κατεβαίνεις …… το ίδιο έκπληκτη και προβληματισμένη κι’ εσύ. Δεν με βλέπεις. Πας να βγεις στη βροχή. Πλησιάζω και προτείνω την ομπρέλα μου πάνω από το όμορφο κεφαλάκι σου …. ούτε σταγόνα δεν σε ακουμπάει. Εκπληκτη γυρνάς και με κοιτάς ….. χαμογελάς, αλλά ….. με μαλώνεις:

«Γιατί ήρθες, γιατί βράχηκες, δεν είχαμε ραντεβού …. το βράδυ θα βρισκόμασταν…..Δυο βήματα είναι το σπίτι μου …… »

«Ηθελα νάρθω. Ηθελα να σε πάω μέχρι το σπίτι σου. Να σε κρύψω από τη βροχή κάτω από την ομπρέλα μου …. Να αισθανθώ το κορμάκι σου σφιγμένο πάνω στο δικό μου. Το χέρι σου να κρατά σφιχτά το μπράτσο μου. Να ακούσω τα βήματά σου πάνω στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Να σε αφήσω στην είσοδο της πολυκατοικίας σου. Μ’ ένα φιλί. Κι’ ένα μεγάλο χαμόγελο ικανοποίησης στα χείλη. Να φύγω με κλειστή την ομπρέλα, μέσα στην πυκνή βροχή και να χορεύω και να τραγουδάω πλατσουρίζοντας στο δρόμο, σαν άλλος Gene Kelly ..... Im singing in the rain, what a glorious feelin’...... Όπως έφευγα από το γραφείο μου τότε που σε πρωτογνώρισα, που δεν σε είχα συναντήσει όμως ακόμα … και σου έγραφα τα συναισθήματά μου και τη …. χορευτική διάθεση που μου προκαλούσες στη βροχή…… Γι’ αυτό ήρθα……»

…… Τίποτα απ’ αυτά δεν σου λέω …. τα σκέφτομαι μέσα μου.

«Βρέχει» σου απαντάω και σε σφίγγω πιο κοντά μου.


Και τίποτε απ’ αυτά δεν είναι πραγματικότητα. Πλάσματα της φαντασίας μου. Φαντασιώσεις μου μέσα στη μέρα (και ο ήλιος λάμπει, ψέμα και ο καιρός)

Ούτε βρέχει

Ούτε θα μπορούσα να έρθω

Ούτε θα ήθελες να με δεις εκεί

Ούτε θα καταλάβαινες το γιατί ήρθα

Ούτε θα ήθελες να καταλάβεις.

Ούτε είμαστε μαζύ

ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ


Mόλις το είχα πάρει. Μεταχειρισμένο. Αν και μου άρεσε, δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Αλλά δεν μπορούσα να πάρω κάτι ακριβότερο την εποχή εκείνη. Οπότε ήμουν ευχαριστημένος, χαρούμενος.

Και τότε τη γνώρισα. Όταν κανονίζαμε, από το τηλέφωνο, την πρώτη μας συνάντηση …. της είπα ότι θα περάσω να την πάρω με το αυτοκίνητο …. ένα πράσινο Σ…… .Δεν είχε ιδέα το μωρό μου από αυτοκίνητα … οπότε μου έκανε την ερώτηση «είναι πολύ πράσινο το αυτοκίνητό σου Σ μου?»

Συναντηθήκαμε. Με λίγο διαφορετικό πρόγραμμα. Φτάσαμε και οι δυο με τα πόδια στον τόπο της συνάντησης. Αλλά φεύγοντας, της ζήτησα να περάσουμε από το αυτοκίνητό μου. Για να της δώσω ένα λουλούδι που είχα πάρει για κείνην … και κάποια CDs που της είχα γράψει.

Μπήκε μέσα, κάθησε στη θέση του συνοδηγού. Την πήγα κοντά κάπου, που ήθελε να κάνει τα ψώνια της. Ημουν περήφανος. Ευτυχισμένος. Σ’ όλη τη διαδρομή της κράταγα το χέρι. Στο τέλος της, καθήσαμε λίγο ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο. Μιλήσαμε. Κανονίζαμε τις επόμενες κινήσεις μας, τις συναντήσεις μας. Της κράταγα και τα δυο χέρια τώρα. Την αγκάλιαζα, τη χάϊδευα. Τη φίλησα όταν ήρθε η ώρα να φύγει ….. χτύπησε και το τηλέφωνό της ….. τη ζητούσαν. Επρεπε να φύγει. Το φιλί σύντομο … αλλά αφόρητη η γλύκα του.

Λίγον καιρό μετά, πήρε μόνη της την απόφαση ότι δεν μπορούσαμε να είμαστε μαζύ. Χωρίσαμε. Με άφησε στη μοναξιά μου. Στις αναμνήσεις μου.

Δεν πέρασαν μερικοί μήνες και ξαναγύρισε. Από μόνη της με ζήτησε. Ημουν εκεί φυσικά. Να μην μπορώ να πιστέψω την απρόσμενη εξέλιξη.

Η πρώτη «δεύτερη» συνάντηση έγινε … μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν κράτησε πολύ. Μισή ώρα, ίσως λίγο παραπάνω. Ημουν μαζύ της και δεν συνειδητοποιούσα ότι είναι δίπλα μου, στο κάθισμα του συνοδηγού πάλι, ότι την βλέπω, την αγγίζω ξανά, ότι της κρατάω το χέρι.

Της το κράταγα ….. και στήριζα το δικό μου στο λεβιέ των ταχυτήτων. Καταλάβαινα ότι μπορεί να την ενοχλεί η τόση κατάχρηση της επαφής και της το είπα …. «με συγχωρείς που σε κρατάω έτσι, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» …….. «με άκουσες να παραπονιέμαι?» απάντησε με νάζι και χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις ….. Ο Παράδεισος είχε ανοίξει τις πύλες του και με περίμενε ……

Και πάλι ξαφνικά όμως οι πύλες έκλεισαν με βρόντο. Και πάλι εξορίστηκα στην Κόλαση. Αυτή τη φορά …. μάλλον αιώνια. («μάλλον» ….. κατάχρηση της αισιοδοξίας!)

Πέρασαν μήνες. Χρόνια. Το αυτοκίνητο πάλιωσε. Επρεπε να το αλλάξω. Αρκετά το είχα κρατήσει. Πρώτη (…. άντε, δεύτερη!) φορά που σκεφτόμουν τον αποχωρισμό μου από ένα αυτοκίνητο. Γιατί …. αδιόρατα ίχνη της παρουσίας της υπήρχαν ακόμα μέσα. Εστρεφα το βλέμμα μου στο κάθισμα του συνοδηγού και την φανταζόμουν εκεί. Επιανα τον λεβιέ των ταχυτήτων και νόμιζα ότι θα συναντήσω το χέρι της. Εμπαινα μέσα και νόμιζα ότι ακόμα μύριζε το άρωμά της …..

Το άλλαξα όμως. Η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί. Το έδωσα σε κάποιον έμπορο, ανταλλαγή με ένα καινούργιο. Λίγες μέρες μετά την ανταλλαγή …. το ξαναείδα στο δρόμο. Διπλοπαρκαρισμένο ….. ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ !

Το θεώρησα σύμπτωση. Ο άνθρωπος που το αγόρασε ίσως περνούσε από εκεί, ίσως είχε κάποια δουλειά και το άφησε πρόχειρα εκεί.

Το ξαναείδα πριν λίγες μέρες. Κανονικά παρκαρισμένο αυτή τη φορά. Στη γωνία του σπιτιού της. Τότε κατάλαβα. Συγκινήθηκα.

Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να την ξαναβρώ. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μου. Εκείνο όμως …. τη βρήκε. «Βρήκε» ιδιοκτήτη … γείτονά της. Και βρέθηκε κοντά της. Ισως κάποιες φορές, στην πολυσύχναστη και δύσκολη στο παρκάρισμα γειτονιά της, να είναι παρκαρισμένο εμπρός ή πίσω από το δικό της αυτοκίνητο. Δεν θα το έχει προσέξει. Ποτέ δεν ήξερε πολλά για αυτοκίνητα. Σίγουρα δεν θα της θυμίζει τίποτα.

Ομως χάρηκα. Κάτι από μένα βρέθηκε «τυχαία» κοντά της. Ισως είναι ένα σημάδι αυτό.

……. Όταν αρχίσουν να γίνονται επικίνδυνα τα όνειρά μου, παρακαλώ ξυπνήστε με ………..

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

ΕΙΜΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ


….. Γιατί ξύπνησα σήμερα

….. Γιατί δεν πονάω πουθενά

…. .Γιατί ο ήλιος λάμπει

…. .Γιατί έχω σπίτι, αυτοκίνητο, δουλειά, υλικά αγαθά

….. Γιατί κανείς δεν με πιέζει

…. .Γιατί οι φίλοι μου με αγαπάνε

….. Γιατί η μουσική με ξεσηκώνει

….. Γιατί το αγαπημένο μου φαγητό με περιμένει να το γευτώ

….. Γιατί η γάτα μου τρίβεται στο πόδια μου γουργουρίζοντας

ΕΙΜΑΙ ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ ……

…..Γιατί βλέπω το φεγγάρι μόνος μου

…..Γιατί η πραγματικότητα δεν συναντά τα όνειρά μου

…. Γιατί δεν έχει εφευρεθεί η μηχανή του χρόνου

…. Γιατί τα τραγούδια έχουν βουβό αποδέκτη

…. Γιατί γερνάω

…..Γιατί γερνάς

…..Γιατί δεν ξέρω πού βρίσκεσαι, τι κάνεις

…. Γιατί τα μηνύματα που σου στέλνω γυρίζουν πίσω

…. Γιατί με αγνοείς

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ζητώ την κατανόησή σας. Αναγνωρίζω ότι δεν έχω το δικαίωμα να σας βάλω στη διαδικασία της δικής μου ψυχανάλυσης.

Κι’ όμως σας χρησιμοποιώ. Σαν μέσο της δικής μου ψυχοθεραπείας.

Να διευκρινίσω.

Από σήμερα, ξεκινώ να γράφω εδώ. Ένα ημερολόγιο. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Απλά γιατί ο νους μου προκλήθηκε από πολύ πιο άξιους «συναδέλφους» ημερολογιογράφους (δική μου αυθαίρετη μετάφραση των bloggers).

Κυρίως από έναν. Από τον aeipote ..... που βρήκα στα γραφόμενά του ταύτιση απόψεων, στην εξιστορημένη ζωή του ταύτιση πράξεων, προσώπων, γεγονότων. Και ζήλεψα το σθένος και την ικανότητά του στο γράψιμο.

Και θέλησα να δώσω κι’ εγώ το δικό μου στίγμα.

Λίγο ….. διαγράφεται μια λέξη ……. αρκετά διαφορετικό.

Ημερολόγιο όμως. Μόνο μέχρι εκεί υπάρχουν ομοιότητες. Ημερολόγιο καταγραφής των σκέψεών μου πάνω σε μια σχέση που έχει τελειώσει. Μονομερώς βέβαια. Δεν θα καταφύγω σε περιγραφές γεγονότων, συζητήσεων, παραπόνων. Η τουλάχιστον δεν θα μείνω στείρα σ’ αυτά.

Τα συναισθήματά μου θα περιγράψω. Όπως τα λέει ένας φίλος στον φίλο, τον αδελφό (ή την αδελφή). Δεν περιμένω ανταπόκριση, δεν περιμένω «λύσεις», «συμβουλές». Η συνεισφορά σας περιορίζεται σ’ αυτό που ήδη μου προσφέρετε, το βήμα να δημοσιοποιήσω τα συναισθήματά μου.

Ξέρω ότι πολλοί μπορεί να με διαβάσουν. Αλλοι από περιέργεια, άλλοι με ειρωνική διάθεση, άλλοι με κάποιο ενδιαφέρον, άλλοι με συμπόνια, άλλοι να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους ίσως μέσα από τα δικά μου ….. Ξέρω ότι εκείνη για την οποία γίνεται όλη η «φασαρία» το πιθανότερο είναι να μη μάθει ποτέ ότι ολόκληρο «διαδικτυακό ημερολόγιο» στήθηκε για χάρη της. Και δεν είναι ο σκοπός μου αυτός.

Συστάσεις πρώτα. Αντρας ετών 53. Με πανεπιστημιακή μόρφωση, καλή και αποδοτική δουλειά, ικανοποιητική οικονομική κατάσταση, εξίσου ικανοποιητική προσωπική ζωή.

Ονομα? Σ …. Φτάνει αυτό ….. μπορεί Σωτήρης, Στέλιος, Στράτος, Σταύρος, Σεραφείμ, Στέφανος, Σουλπίκιος …. Σανκαποιοςάλλος ……. Όλα και κανένα απ’ αυτά …. Δεν επιθυμώ την άμεση «αναγνωρισιμότητα». Για ευνόητους λόγους.

Το όνομά της ….. Χ θα την ονομάσω ….. Κοντά στην ηλικία μου. Λεπτή, όμορφη παρουσία. Γλυκιά και τρυφερή. Φυσικά και δεν πρόκεται ποτέ να την αποκαλύψω, ούτε καν κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να την προδώσει …. Προσπαθώ να ψηλαφίσω την όποια σχέση είχαμε, όχι να την εκθέσω ή να την «τιμωρήσω».

Δεν θα γράψω κανονικό ημερολόγιο: «Σήμερα έκανα αυτό» ….. «Σήμερα σκέφτηκα εκείνο» ….. ούτε καθημερινή ροή θα έχει (…. μάλλον). Σκόρπιες σκέψεις μόνο. Ανακατεμένο παρόν και παρελθόν. Μέλλον δεν υπάρχει, το ξεχνάμε. Αναμνήσεις, σκέψεις, ελπίδες, ευχές ….. κάπως έτσι.

Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει κάτι τέτοιο? Αγνωστο. Ισως τον μόνο που θα ενδιαφέρει θα είναι ο …. εαυτός μου. Εστω κι’ έτσι, ίσως η καταγραφή όσων στριφογυρίζουν στο μυαλό μου βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των γεγονότων από εμένα τον ίδιο. Αν τυχόν προκαλέσει το παραμικρό ενδιαφέρον ή προξενήσει την απειροελάχιστη χαρά στον οποιονδήποτε αναγνώστη, το γεγονός θα δώσει ανείπωτη χαρά στον γράφοντα.

Πάμε λοιπόν?