Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

ΠΟΡΤΟΥΛΕΣ ΜΟΥ

Κάποια άψυχα πράγματα μπορούν να γίνουν σημαντικά για μας. Από το τίποτα. Και για το τίποτα. Και να σημαίνουν τα πάντα.

ΠΟΡΤΑ 1

Στην αρχή της γνωριμίας μας … όταν δεν σε είχα δει ακόμα. Όταν μιλάγαμε. Και στο τηλέφωνο. Είχε φτάσει πια η στιγμή να βρεθούμε. Οι μέρες ήταν περίεργες, γεμάτες απασχόληση και για τους δυο μας. Η επιθυμία όμως αμοιβαία και έκδηλη.

Βρέθηκα λίγες μέρες στο εξοχικό μου. Μιλούσαμε μέσα από τα κινητά (θυμάσαι; επέμενες να με παίρνεις κι’ εσύ κάποιες φορές, για να μη χρεώνομαι μόνο εγώ!)

Σου τηλεφώνησα και μέσα από το σπίτι – τι θράσος! Μου είπες να μιλήσουμε το απογευματάκι, όπως είχαμε κανονίσει τις προηγούμενες μέρες. Μετά από ώρες που μου φάνηκαν αιώνες, έφτασε η πολυπόθητη στιγμή. Βγήκα από το σπίτι και έψαξα χώρο να σταματήσω για να σου μιλήσω. Βρήκα, λίγο πιο πέρα. Μια πόρτα. Γκαραζόπορτα. Με αρκετό χώρο για να παρκάρω με ασφάλεια το αυτοκίνητο.

Μιλήσαμε. Μισή ώρα, ίσως και παραπάνω. Ημουν ανυπόμονος να σε συναντήσω. Ησουν γλυκιά και τρυφερή ….. Θέλαμε κι’ οι δυο …..

Πέρασε ο καιρός, ήρθαν τα πάνω κάτω. Επαψες να με θέλεις, ξαφνικά. Και επίμονα.

Η πόρτα στη θέση της. Πάντα στο δρόμο μου προς το χωριό. Πάντα τη βλέπω και αναστενάζω, μεγαλόφωνα ή βουβά.

Αναπολώ την εποχή που είχα το δικαίωμα να σου μιλάω, να σε παίρνω τηλέφωνο και να ακούω τη γλυκιά, απαλή φωνή σου. Το πνιχτό γέλιο σου. Να κάνουμε μαζύ όνειρα.

Μου το στέρησες το δικαίωμα αυτό Παρά τις όσες προσπάθειες έχω κάνει.

Περνάω από τη Πόρτα μου και αναστενάζω …….

….. Πορτούλα μου! ……….

ΠΟΡΤΑ 2

Κι’ όμως ξαναγύρισες. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί. Αλλά γύρισες πάλι. Και ήσουν, για λίγο, πάλι δική μου.

Τελευταία φορά που σε είδα. Κοντά στη δουλειά σου. Είχαμε δώσει ραντεβού για να πάρουμε το καινούργιο σου κινητό, θυμάσαι?

Σε συνάντησα έξω από το γραφείο σου. Με πήρες τηλέφωνο για να με προειδοποιήσεις, να μη σε αγγίξω, να μη σε φιλήσω στο δρόμο, φοβόσουν μη σε δει κανείς …… Συμμορφώθηκα, με κόπο …. περπατούσαμε μαζύ …. αλλά ένιωθα άβολα, ήθελα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Το κατάλαβες, πάντα καταλάβαινες τις ανάγκες μου. Εκεί που περπατούσαμε …. χώθηκες ξαφνικά σε μια είσοδο πολυκατοικίας! Στάθηκες μπροστά στην εξώπορτα και με κοίταξες με χαμόγελο. Ανταποκρίθηκα, ήρθα κοντά σου, σε έλιωσα στην αγκαλιά μου ….. ρούφηξα τα χείλη σου …. θυμάσαι, το κραγιόν σου μου λέρωσε τον άσπρο γιακά του πουκάμισού μου ….. στεναχωρέθηκες, προβληματίστηκα αν θα έβγαινε, αλλά μέσα μου ήθελα να μείνει για πάντα εκεί, απόδειξη και ανάμνηση του φιλιού σου (έφυγε με λίγο νεράκι αργότερα, ευτυχώς …. ή δυστυχώς!).

Μείναμε λίγη ώρα, μπροστά από εκείνη την πόρτα. Πολλά είπαμε, πολλά κάναμε …. για πρώτη φορά μαζύ σου, ξεπέρασα τον εαυτό μου και τις αναστολές μου και έγινα λίγο πιο τολμηρός, κάτι που έπρεπε να είχα κάνει από την πρώτη στιγμή.

Χωρίσαμε μετά από μερικά λεπτά. Χωρίς πάλι να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω. Δεν ήξερα τότε ότι ήταν η τελευταία φορά που σε έβλεπα. Δεν ήξερα ότι μια δυο μέρες μετά ….. θα σε έπιανε η ακατανόητη τάση απομόνωσης από εμένα. Αυτή τη φορά για πάντα.

Θυμάμαι όταν πέρασες τη λεωφόρο για να επιστρέψεις στη δουλειά σου ….. στεκόμουν και σε κοιτούσα. Σου φώναζα βουβά «Γύρνα, γύρνα …….» Και με άκουσες. Και γύρισες και με χαιρέτησες και πάλι με το χέρι σου κι’ ένα πλατύ χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο είναι το τελευταίο που θυμάμαι από σένα.

Όταν κατεβαίνω στο Κέντρο για δουλειές, το λεωφορείο περνάει ακριβώς μπροστά από εκείνην την πόρτα …… απαραίτητος και αβίαστος βγαίνει ο αναστεναγμός, καμμιά φορά και εις επήκοον των συνεπιβατών ……

….. Πορτούλα μου!..........

2 σχόλια:

aeipote είπε...

Έρωτας, αειθαλής έρωτας. Η σκηνή στην πόρτα της πολυκατοικίας τι μου θύμισε! Έρωτες, εφηβικούς έρωτες και αγκαλιάσματα.

Έρρωσο.

Καλό ΠΣΚ

Σ είπε...

.... και καλά φίλε μου όταν ήταν εφηβικοί. Τώρα όμως? Μεσήλικες?
Ισως όμως γι' αυτό έχουν τόση νοστιμιά.
Πες μας για τους δικούς σου, για τις δικές σου "πορτούλες".